- αναδείχνομαι
- αναδείχνομαι, αναδείχτηκα, αναδειγμένος βλ. πίν. 30
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αναδεικνύομαι — αναδεικνύομαι, αναδείχθηκα και αναδείχτηκα, αναδειγμένος βλ. πίν. 88 και πρβλ. αναδείχνομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναδείχνω — ανάδειξα, αναδείχτηκα, αναδειγμένος. 1. κάτι αφανές το κάνω σπουδαίο: Ο αδελφός του τον ανάδειξε. 2. εκλέγω, διορίζω: Οι τελευταίες εκλογές τον ανάδειξαν δήμαρχο. 3. το μέσ., αναδείχνομαι διακρίνομαι, προοδεύω: Αναδείχτηκε με τη δουλειά του και… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναφαίνομαι — αναφάνηκα, παρουσιάζομαι, αναδείχνομαι, προοδεύω: Αυτός αναφάνηκε τώρα τελευταία· ως πριν λίγο καιρό ήταν άγνωστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)